ὄνειρα

ὄνειρα
ὄνειρος
Les graffites grecs du Memnonion d'Abydos
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ονειρομαντεία — Η προφητεία του μέλλοντος με την ερμηνεία των ονείρων. Ονομάζεται επίσης ονειροκριτική ή ονειρομαντική. Ήδη από την αρχαιότητα ο άνθρωπος απέδιδε στα όνειρα επέμβαση του θείου και γενικά των απόκρυφων δυνάμεων. Διαμορφώθηκαν έτσι ορισμένοι τρόποι …   Dictionary of Greek

  • Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… …   Wikipedia

  • ονειροπολώ — (Α ὀνειροπολῶ, έω) [ονειροπόλος] 1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους τού ονείρου και τής φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και… …   Dictionary of Greek

  • Мартакис — Мартакис, Костас Костас Мартакис Κώστας Μαρτάκης Мартакис на конкурсе «Новая Волна», 2007 год Основная информация …   Википедия

  • Мартакис, Костас — Костас Мартакис Κώστας Μαρτάκης Мартакис на конкурсе « …   Википедия

  • Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Anatropi — Ανατροπή …   Википедия

  • ανονείρευτος — η, ο 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν βλέπει όνειρα 2. (για τον ύπνο) ο ύπνος κατά τον οποίο δεν βλέπει κανείς όνειρα 3. μτφ. απροσδόκητος, ανέλπιστος 4. ο μη ονειροπόλος, ρεαλιστής, θετικός …   Dictionary of Greek

  • βραχυόνειρος — βραχυόνειρος, ον (Α) με σύντομα όνειρα, με όνειρα που διαρκούν ελάχιστα («βραχυόνειρος ύπνος», «βραχυόνειροι φαντασίαι») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”